χαλκεντής

χαλκεντής
χαλκεντής
1 bronze-armed Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (Er. Schmid: χαλκέων τε, χαλκεντέων codd.) N. 11.35, met.

πολέμου χαλκεντέος N. 1.16


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλκεντής — ές, Α 1. οπλισμένος με χάλκινα όπλα («στρατιὰν χαλκεντέα», Πίνδ.) 2. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + εντής (< ἔντεα, τὰ, «πολεμικά όπλα, εξαρτήματα»)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεντέα — χαλκεντής brass armed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χαλκεντής brass armed masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεντέος — χαλκεντής brass armed masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”